-
1 μετα-πλάσσω
μετα-πλάσσω (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 ( App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασϑὲν εἰς ὄρνιϑός τινος ποιῆσαι.
1 μετα-πλάσσω
μετα-πλάσσω (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 ( App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασϑὲν εἰς ὄρνιϑός τινος ποιῆσαι.